- ὀρφανοί
- ὀρφανόομαιto be destitute ofpres subj mp 2nd sgὀρφανόομαιto be destitute ofpres ind mp 2nd sgὀρφανόςorphanmasc nom/voc plὀρφανόςorphanmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ορφανικός — ή, ό (ΑΜ ὀρφανικός, ή, όν) [ορφανός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ορφανό ή στην ορφάνια αρχ. 1. (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που στερήθηκε τους γονείς του, ορφανός («μὴ παῑδ ὀρφανικὸν θήῃς χήρην σε γυναῑκα», Ομ. Ιλ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως… … Dictionary of Greek
παιδομάζωμα — Στρατιωτικός θεσμός της Oθωμανικής αυτοκρατορίας ο οποίος απέβλεπε στην επάνδρωση του σώματος των Γενιτσάρων και των ανακτορικών υπηρεσιών. Η αρχή του ανάγεται στο πρώτο μισό του 15ου αι. Η συχνότητα της ιδιότυπης αυτής στρατολογίας κυμαινόταν… … Dictionary of Greek
ιοί ή διηθητοί ιοί — Πολύ μικρά όντα, αόρατα με τα κοινά μικροσκόπια, ικανά να αναπαράγονται μόνο στο εσωτερικό ορισμένων κυττάρων, στα οποία έχουν την ιδιότητα να διεισδύουν· η αναπαραγωγή των ι. προκαλεί συχνά βλάβες στα κύτταρα που εκδηλώνονται ως νόσος του… … Dictionary of Greek